- κιθαρίζων
- κιθαρίζωplay the citharapres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
гоусти — ГОУ|СТИ (8*), ДОУ, ДЕТЬ гл. Играть на струнном инструменте: ини по плечема чищють. инии гѹдѹть. инии бають ѥмѹ. и кощюнѩть. СбТр ХІI/ХІІІ, 4; Неронъ же… неподобна цр(с)твѹющимъ замысли вещи, гѹда и по˫а мирьскыхъ и плѩша на позорищихъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek